αυτοβοήθεια

αυτοβοήθεια
Νομικός όρος που σημαίνει το δικαίωμα που έχει ένα άτομο να υπερασπίζεται τον εαυτό του, όταν η ζωή του ή η ελευθερία του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας των εχθρικών ενεργειών κάποιου άλλου ή άλλων ατόμων. Η α. αποτελεί, κατ’ επέκταση, δικαίωμα και ομάδας ατόμων καθώς και ολόκληρης χώρας. Ως κρατικό μέτρο άμυνας, όταν τα νόμιμα συμφέροντα μιας χώρας τα επιβουλεύεται κάποια άλλη, η α. εκδηλώνεται με διάφορες κρατικές ενέργειες, όπως έλεγχος εισόδου και εξόδου ατόμων από τα σύνορα, αποκλεισμοί διαφόρων μορφών, οικονομικά μέτρα κ.ά. Μπορεί τελικά οι ενέργειες αυτές να καταλήξουν σε αμυντικό πόλεμο.
* * *
η
το να βοηθά κανείς τον ίδιο τον εαυτό του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αυτοβοήθεια — η το να βοηθάει κανείς τον εαυτό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… …   Dictionary of Greek

  • Σμάιλς, Σάμουελ — (Smiles). Σκοτσέζος συγγραφέας (Χάντιγκτον, Μπερσάιρ 1812 Κένσιγκτον 1904). Ήταν γιατρός και αφιερώθηκε στην ανάπτυξη των μεταρρυθμίσεων, κοινωνικών και πολιτικών κατά το πνεύμα της σχολής του Μάντσεστερ. Έγραψε: Η ζωή του Τζωρτζ Στήβενσον (1857) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”