- αυτοβοήθεια
- Νομικός όρος που σημαίνει το δικαίωμα που έχει ένα άτομο να υπερασπίζεται τον εαυτό του, όταν η ζωή του ή η ελευθερία του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας των εχθρικών ενεργειών κάποιου άλλου ή άλλων ατόμων. Η α. αποτελεί, κατ’ επέκταση, δικαίωμα και ομάδας ατόμων καθώς και ολόκληρης χώρας. Ως κρατικό μέτρο άμυνας, όταν τα νόμιμα συμφέροντα μιας χώρας τα επιβουλεύεται κάποια άλλη, η α. εκδηλώνεται με διάφορες κρατικές ενέργειες, όπως έλεγχος εισόδου και εξόδου ατόμων από τα σύνορα, αποκλεισμοί διαφόρων μορφών, οικονομικά μέτρα κ.ά. Μπορεί τελικά οι ενέργειες αυτές να καταλήξουν σε αμυντικό πόλεμο.
* * *ητο να βοηθά κανείς τον ίδιο τον εαυτό του.
Dictionary of Greek. 2013.